Ενδοϋαλοειδικές Ενέσεις
Με τον όρο ενδοϋαλοειδική ένεση εννοούμε την έγχυση φαρμάκου μέσα στο μάτι (στο υαλοειδές) με τη βοήθεια σύριγγας με πολύ λεπτή βελόνα, που σκοπό έχει τη θεραπεία διαφόρων οφθαλμολογικών παθήσεων. Τα φάρμακα που εγχέονται μέσα στο μάτι μπορεί να είναι κορτιζόνη, αντιαγγειογενετικοί παράγοντες, οκριπλασμίνη, ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες και αντιβιοτικά για τη θεραπεία διαφορετικών οφθαλμικών παθήσεων.
Στις παθήσεις της ωχράς κηλίδας, που είναι και η πλέον κοινή ένδειξη για τις ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις, γίνεται συνηθέστερα έγχυση αντιαγγειογενετικών παραγόντων (anti-VEGF, αναστολείς του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα) για τη θεραπεία ενός ευρέος φάσματος παθήσεων, όπως η υγρού τύπου ηλικιακή εκφύλιση, καθώς και αγγειακής αιτιολογίας παθήσεις, όπως το διαβητικό οίδημα της ωχράς και το οίδημα της ωχράς μετά από απόφραξη της αμφιβληστροειδικής φλέβας ή κλάδου αυτής. Οι εγκεκριμένοι φαρμακευτικοί αντιαγγειογενετικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται έως τώρα είναι το Ranibizumab (LUCENTIS) και το Aflibercept (EYLEA).
Η έγχυση γίνεται σε συνθήκες αποστείρωσης, δηλαδή χρησιμοποιείται αποστειρωμένο πεδίο απομόνωσης του ματιού, αποστειρωμένα γάντια και εργαλεία. Πραγματοποιείται υπό τοπική αναισθησία με σταγόνες, αφού έχει προηγηθεί καθαρισμός της περιοχής. Η όλη διαδικασία πραγματοποιείται σε λίγα μόνο λεπτά και ο ασθενής δε νιώθει καθόλου πόνο.
Μετά από την έγχυση δεν πρέπει να πέσει στο μάτι νερό βρύσης και χρειάζεται προσοχή στην καθαριότητα για 2-3 ημέρες, ενώ χρησιμοποιείται αντιβιοτικό κολλύριο για 5-7 ημέρες. Σε περίπτωση που εμφανιστεί έντονος πόνος ή αλλάξει κάτι στην όραση (θόλωση, ελάττωση όρασης) τις πρώτες μέρες μετά την έγχυση πρέπει να ενημερωθεί ο οφθαλμίατρος άμεσα. Ανάλογα με το φάρμακο που χρησιμοποιείται στην έγχυση ακολουθείται συγκεκριμένο πρωτόκολλο παρακολούθησης και επανεξέτασης.